- τρισύνθετον
- τρισύνθετοςcompounded of three elementsmasc/fem acc sgτρισύνθετοςcompounded of three elementsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριπενθημιμερής — ές, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπενθημιμερές στιχουργικό είδος, αλλ. τρισύνθετον* («γίνεται δὲ και τριπενθημιμερὲς ἐκ τούτων τὸ καλούμενον Πλατωνικόν», Ηφαιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πενθημιμερής] … Dictionary of Greek
Μακράκης, Απόστολος — (Σίφνος 1831 – Αθήνα 1905). Ιεροκήρυκας, φιλόσοφος και θεολόγος. Το 1862 πήγε στο Παρίσι ως ιδιωτικός παιδαγωγός και εκεί μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, από τον Ντεκάρ έως τον Χέγκελ, και έγραψε τρεις φιλοσοφικές διατριβές: Περί της… … Dictionary of Greek